- νάκαρο
- (I)και νιάκαρο, το, και νιάκαρη, η και νιακαράς, οκρουστό ή πνευστό μουσικό όργανο, το τύμπανο ή η σάλπιγγα, το ανάκαρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότατο ιταλ. naccaro με επίδραση τού βεν. gnacara (< αραβ. nakkare, πρβλ. και τουρκ. nakkare), πρβλ. ανακαράς].————————(II)και νιάκαρο, το1. σωματική δύναμη2. ψυχική αντοχή, ψυχική διάθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκαρο (με σίγηση τού αρκτικού α-), βλ. λ. ανάκαρο (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.